UpGraph

UpGraph

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

ΠΟΡΝΟΔΟΞίΑ$$ πουτΑΝΑΓΝΩ$ΜΑ - Ιησούς Χριστός... η μεγαλύτερη απάτη της ανθρωπότητας (μέρος 8)

Μέρος  Όγδοο




(συνέχεια...)
Η Αγία Γραφή και τα «θεόπνευστα ιερά κείμενα»
 Η Αγία Γραφή, αποτελείται από 2 συλλογές βιβλίων. Την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη.
 Ο όρος Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται στην αποκάλυψη του Θεού μέσα στην ανθρώπινη ιστορία, τη συνδιαλλαγή του με το έθνος του Ισραήλ, με σκοπό να ευλογηθεί όλη η ανθρωπότητα. Τα βιβλία της, γράφτηκαν από πολλούς συγγραφείς σε διάστημα αρκετών εκατονταετηρίδων. Συνώνυμες ονομασίες είναι επίσης οι όροι Εβραϊκές Γραφές, Εβραϊκή Βίβλος με βάση την προέλευση των συγγραφέων και Δεύτερη Διαθήκη.
Τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης αποτέλεσαν τις μοναδικές Ιερές Γραφές που χρησιμοποιήθηκαν από τον Ιησού Χριστό, τους αποστόλους και την πρωτοχριστιανική κοινότητα. Σύμφωνα με την χριστιανική διδασκαλία, η σύναψη της Καινής Διαθήκης προφητεύεται ήδη μέσα στην Παλαιά Διαθήκη.
 Το σύνολο των βιβλίων που θεωρούνται «κανονικά» ποικίλει μεταξύ των χριστιανικών δογμάτων. Έτσι, η Ορθόδοξη Εκκλησία περιλαμβάνει στον κανόνα της 49 βιβλία, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία 46 βιβλία και οι Εκκλησίες της Μεταρρύθμισης 39 βιβλία. Πάντως, όλες οι χριστιανικές εκκλησίες εμπεριέχουν στην Παλαιά Διαθήκη τους τα 39 βιβλία που αναγνωρίζονται από τον Ιουδαϊσμό ως η Βίβλος, η αλλιώς Τανάκ.
Η αρχαιότερη μετάφραση του εβραϊκού κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης έγινε στην ελληνική γλώσσα και έχει επικρατήσει να ονομάζεται Μετάφραση των Εβδομήκοντα.
Η Καινή Διαθήκη αποτελεί το δεύτερο μέρος της ιερής γραμματείας ή ιερών κειμένων των Χριστιανών. Η Καινή Διαθήκη γράφτηκε από πολλούς συντάκτες μέσα σε μια χρονική περίοδο 50 περίπου ετών. Οι Χριστιανοί συγκέντρωσαν σταδιακά τα κείμενα αυτά σε ένα σώμα, μετά το θάνατο και την ανάσταση του Ιησού, ώστε να ενισχυθεί το έργο της διάδοσης του μηνύματός του στον κόσμο. Επίσης, με το έργο αυτό θέλησαν να μεταδώσουν στις επόμενες γενιές χωρίς αλλοιώσεις, τις πληροφορίες για όσα είδαν και άκουσαν. Η πλειονότητα των βιβλίων της Καινής Διαθήκης γράφτηκαν εξ αρχής στα ελληνικά.
Από ευαισθησία προς τους Εβραίους συγγραφείς της Ιουδαϊκής Βίβλου, κάποιοι επιλέγουν να χρησιμοποιούν τους όρους «Εβραϊκές Γραφές» ή «Εβραϊκή Βίβλος» και Χριστιανικές (Ελληνικές) Γραφές αντί της παραδοσιακής χριστιανικής ονοματοδοσίας «Παλαιά Διαθήκη» και «Καινή Διαθήκη» αντίστοιχα.
Η Καινή Διαθήκη αποτελείται από τέσσερα διαφορετικά είδη βιβλίων:
Τα τέσσερα Ευαγγέλια: 1. κατά Ματθαίον, 2. κατά Μάρκον, 3. κατά Λουκάν, 4. κατά Ιωάννην (τα τρία πρώτα ονομάζονται και Συνοπτικά).
Τα τέσσερα Ευαγγέλια δίνουν πληροφορίες για τη διδασκαλία του Ιησού και λίγες πληροφορίες για τη ζωή του, όσες ήταν απαραίτητες ώστε να γίνει πιο κατανοητό το μήνυμα της διδασκαλίας του. Πιστεύεται ότι έχουν γραφτεί από τέσσερις πιστούς χριστιανούς: Τους αυτόπτες μάρτυρες της επίγειας ζωής του Ιησού, Ματθαίο και Ιωάννη και τους αυτήκοους μάρτυρες των μαθητών του, Μάρκο και Λουκά. Τα βιβλία αυτά καταγράφηκαν μεταξύ του 60 και του 120 μ.Χ.
Το πρώτο από όλα, που γράφτηκε από τον Μάρκο γύρω στο 60 μ.Χ., αναφέρεται στη ζωή του Χριστού, και κυρίως στην τελευταία του εβδομάδα, αλλά δεν αναφέρεται καθόλου στην ανάσταση. Η διήγησή του τελειώνει με τις γυναίκες που φτάνουν στον τάφο του και τον βρίσκουν άδειο, και ένας άντρας τους λέει «Ο Ιησούς δεν είναι εδώ». Και μετά οι γυναίκες φεύγουν και δεν το λένε σε κανένα (πράγμα που δημιουργεί εύλογες απορίες για το πώς τα έμαθε όλα αυτά ο Μάρκος), και το Ευαγγέλιο τελειώνει. Αυτό είναι αρκετά περίεργο, δεδομένου ότι η Ανάσταση είναι ο θρίαμβος του Ιησού, η τελευταία και σημαντικότερη απόδειξη της θείας του υπόστασης. Τα επόμενα Ευαγγέλια, του Ματθαίου και του Λουκά, μας λένε όσα ξέρουμε για το τι έγινε μετά την Ανάσταση, αλλά το καθένα τα λέει λίγο διαφορετικά. Τα περισσότερα τα μαθαίνουμε από το τελευταίο Ευαγγέλιο, του Ιωάννη, που πιθανότατα γράφτηκε γύρω στο 120 μ.Χ.
Τα Ευαγγέλια, μια καλή πηγή πληροφοριών, δεν είναι γραμμένα με τη μορφή βιογραφίας. Ο Ματθαίος και ο Ιωάννης ήταν δύο από τους αρχικούς μαθητές. Ο Μάρκος ήταν ακόλουθος του Πέτρου, ο δε Λουκάς είχε προσηλυτιστεί από τον Παύλο. Δεν γνωρίζουμε μετά βεβαιότητος ότι είναι συγγραφείς των Ευαγγελίων, τα οποία ως το τέλος του 2ου μ.Χ. αιώνα ήταν χωρίς τίτλο. Τα ονόματα των Ευαγγελιστών εμφανίζονται περίπου το 180 μ.Χ.
Μέχρι τότε, υπήρχαν πολλά Ευαγγέλια. Έπειτα από διαμάχες και συζητήσεις κατέληξαν οι πρώτοι χριστιανοί στα τέσσερα. Τα περισσότερα από τα λεγόμενα «Απόκρυφα» Ευαγγέλια έχουν χαθεί. Όπως για παράδειγμα το «Κατ' Αιγυπτίους Ευαγγέλιο», ενώ άλλα είναι γνωστά από αναφορές και αποσπάσματα που περιελήφθησαν σε άλλα έργα.
Σήμερα πλέον τα γνωστά είναι αυτά που γράφτηκαν μετά το 180, όπως τα «Παιδιά του Κυρίου» που θεωρείται ότι ανήκει στον Ιάκωβο και το «Ευαγγέλιο του Θωμά». Όμως η άποψη που επικρατεί γι' αυτό είναι ότι πρόκειται για περιγραφή θρύλων και μύθων.
Οι Πράξεις των αποστόλων: Μετά από το θάνατο του Ιησού, οι πιστοί ενώθηκαν και δημιούργησαν την «εκκλησία», μια οργανωμένη κοινωνία πιστών με σκοπό να συνεχιστεί το έργο του Ιησού στη γη. Η πρώιμη ιστορία της εκκλησίας και των αποστόλων της περιγράφεται στο βιβλίο «Πράξεις των Αποστόλων» που έγραψε ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Το βιβλίο αυτό χωρίζεται σε δύο κύριες ενότητες:
 * Τις Πράξεις του Πέτρου
 * Τις Πράξεις του Παύλου 
Ο Πέτρος ήταν ένας από τους πρώτους μαθητές του Ιησού ενώ ο Παύλος ήταν απόστολος στον μη εβραϊκό κόσμο, της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Οι Επιστολές: Απο τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης, τα 21 έχουν την μορφή των επιστολών. Οι 14 από αυτές γράφτηκαν από τον Απόστολο Παύλο. Μέσω αυτών απευθύνθηκε στους πιστούς διδάσκοντας το λόγο του Ιησού, δίνοντας λύσεις στα τοπικά προβλήματα των εκκλησιών και συμβουλές για το πως να ζήσουν μια χριστιανική ζωή.
* Οι επιστολές του Απ. Παύλου: 6. προς Ρωμαίους, 7. προς Κορινθίους Α, 8. προς Κορινθίους Β, 9. προς Γαλατάς, 10. προς Εφεσίους, 11. προς Φιλιππησίους, 12. προς Κολοσσαείς, 13. προς Θεσσαλονικείς Α, 14. προς Θεσσαλονικείς Β, 15. προς Τιμόθεον Α, 16. προς Τιμόθεον Β, 17. προς Τίτον, 18. προς Φιλήμονα, 19. προς Εβραίους
* Οι Καθολικές επιστολές: 20. Ιακώβου, 21. Πέτρου Α, 22. Πέτρου Β, 23. Ιωάννου Α, 24. Ιωάννου Β, 25. Ιωάννου Γ, 26. Ιούδα
Η Αποκάλυψη: Το βιβλίο αυτό είναι γνωστό ως «Αποκάλυψη του Ιωάννη», εξαιτίας της πίστης ότι γράφτηκε από τον Ευαγγελιστή Ιωάννη. Το περιεχόμενό του ενθαρρύνει τους Χριστιανούς να κρατήσουν την πίστη τους παρ' όλες τις δυσκολίες που θα συναντήσουν, δίνοντας ταυτόχρονα ένα μήνυμα ελπίδας.
Κατά τη διάρκεια του 1ου αιώνα, ο κανόνας ιερών συγγραμμάτων της χριστιανικής εκκλησίας αποτελούνταν αποκλειστικά από τις εβραϊκές «Γραφές» (Παλαιά Διαθήκη), οι οποίες θεωρούνταν θεόπνευστες. (2 Τιμ. 3:16· 2 Πέτρ. 1:20). Μόνο κατά τη διάρκεια του 2ου αιώνα τα Ευαγγέλια και οι επιστολές του αποστόλου Παύλου αναβαθμίστηκαν στο επίπεδο του «κανόνα». Καθώς η εκκλησία θεωρούσε ότι ήταν ο «νέος Ισραήλ», παρέμενε προσκολλημένη στον κανόνα βιβλίων που χρησιμοποιούνταν από τους Ιουδαίους, με μια νέα όμως αντίληψη περί αυτού. Η Παλαιά Διαθήκη μπορούσε να θεωρηθεί χριστιανική μόνο εφόσον ήταν κατανοητό ότι έδινε μαρτυρία στο σύνολό της για τον Ιησού Χριστό.
Δεν μπορεί να λεχθεί με σαφήνεια πότε ακριβώς άρχισε η μακρόχρονη και αδιάκοπη διαμόρφωση του κανόνα της Καινής Διαθήκης καθώς η Iστορία ουσιαστικά σιωπά για αυτή τη σπουδαιότατη εξέλιξη της πρώιμης χριστιανικής εκκλησίας. Αντί να αποτελεί αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου διατάγματος από ένα άτομο ή μια σύνοδο κατά την έναρξη της χριστιανικής εποχής, η συλλογή των βιβλίων της Καινής Διαθήκης έλαβε χώρα σταδιακά και επηρεάστηκε από διάφορους παράγοντες εντός και εκτός της εκκλησίας. Οι πρώτες ενδείξεις εμφανίζονται στο πρώτο μισό του δεύτερου αιώνα και εντατικοποιούνται ως τα μέσα του ίδιου αιώνα, καθώς αυξανόταν σημαντικά ο όγκος της χριστιανικής φιλολογίας που κυκλοφορούσε μεταξύ των εκκλησιών. Πρώτος που χρησιμοποιεί τον όρο «καινή» διαθήκη φέρεται να είναι ο επίσκοπος Ειρηναίος της Λυών (Λουγδούνου) στις αρχές του 3ου αιώνα, αν και δεν αντιμετωπίζει όλα τα «κανονικά» συγγράμματα της Καινής Διαθήκης με τον ίδιο τρόπο. Παρ' όλα αυτά, τα όρια του κανόνα είχαν ουσιαστικά παγιωθεί ως το έτος 200. Βέβαια, η κανονικότητα κάποιων από τις Καθολικές Επιστολές και το βιβλίο της Αποκάλυψης παρέμεινε ζήτημα αντιλογίας για κάποιο διάστημα. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 4ου αιώνα, ο κανόνας της Καινής Διαθήκης καθορίστηκε τελειωτικά και επακριβώς σε μια σειρά εκκλησιαστικών συνόδων.
Πρώτος ο Μ. Αθανάσιος χρησιμοποιεί τον όρο κανών προς δήλωση του σώματος των βιβλίων της Αγίας Γραφής ή κατ' άλλους, για να δηλώσει τα έγκυρα βιβλία της Αγίας Γραφής σε αντίθεση με τα «απόκρυφα» ή «ακανόνιστα»:
Τοσαύτα και τα της Καινής Διαθήκης βιβλία τα γε κανονιζόμενα, και της πίστεως ημών οιονεί ακροθίνια ή άγκυραι και ερείσματα.
Βεβαίως, ενώ οι εκκλησιαστικοί πατέρες και οι τοπικές σύνοδοι αποφαίνονταν για την εγκυρότητα των Χριστιανικών συγγραμμάτων, η χρήση από τις Χριστιανικές κοινότητες παρείχε την πραγματική αξιολόγηση του τι θα περιλάμβανε ο κανόνας. Η Καινή Διαθήκη βασίστηκε τελικά στα συγγράμματα που είχαν ευρεία αποδοχή και ήταν χρήσιμα για την ανάγνωση στις κατά τόπους εκκλησίες. Βέβαια, ακόμη και σήμερα, για παράδειγμα, η Αιθιοπική (Αβυσσινιακή) Εκκλησία περιλαμβάνει στον κανόνα της 35 (ή 38 ) βιβλία αντί των 27.
(συνεχίζεται...)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου